- ανέλατος
- η , ο [ος , ον ] нековкий (о металле)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανέλατος — η, ο (Α ἀνέλατος, ον) αυτός που δεν είναι εκτατός με σφυρηλάτηση ή συμπίεση αρχ. βλ. ανήλατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ελατός < ελαύνω «σφυρηλατώ»] … Dictionary of Greek
ανέλατος — η, ο εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να απλώσει με σφυρηλασία: Ο χυτοσίδηρος είναι ανέλατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνελάτου — ἀνέλατος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέλατον — ἀναιρέω take up aor imperat act 2nd dual ἀναιρέω take up aor ind act 2nd dual (homeric ionic) ἀνέλατος masc/fem acc sg ἀνέλατος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)